κλειτορίδα

κλειτορίδα
η
μικρή σαρκώδης γλωσσίδα που εξέχει μέσα στο πάνω μέρος του γυναικείου αιδοίου και είναι επιδεκτική στύσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… …   Dictionary of Greek

  • κλειτορίδα — κλειτορίς clitoris fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτοριδικός — ή, ό [κλειτορίδα] ο σχετικός με την κλειτορίδα …   Dictionary of Greek

  • C-Punkt — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Clitoris — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Klitoral — Klitoris (Glans Clitoris) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch κλειτορίς, neugriechisch κλειτορίδα – „kleiner Hügel“, Plural: Klitorides) oder den Kitzler bezeichnet man ein vom Schwellkörpergewebe gebildetes… …   Deutsch Wikipedia

  • Klitoris — Vulva mit markierter Position der Klitoris. Links: Normalzustand, Rechts: mit auseinander gezogener Klitorisvorhaut 1) Klitorisvorhaut 2) Klitoriseichel (Glans clitoridis) Als die Klitoris (Fachterminus Clitoris, latinisiert von altgriechisch… …   Deutsch Wikipedia

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

  • αιδοιολειξία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας σε επαφή με το αιδοίο (κυρίως την κλειτορίδα) για την πρόκληση γενετήσιας διέγερσης ή ως εκδήλωσή της …   Dictionary of Greek

  • γαργάλι — το [γαργαλίζω] 1. η σκανδάλη τού όπλου 2. η κλειτορίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”